Επειδή για χάρη σου εξευτελισμούς υπέμεινα, *
κάλυψε η ντροπή το πρόσωπό μου.
Ξένος έγινα για τους αδελφούς μου, *
ένας άγνωστος για τα παιδιά της μητέρας μου.
Επειδή ο ζήλος για τον οίκο σου με κατέφαγε, *
κι έπεσαν επάνω μου οι αισχρότητες εκείνων που σε βρίζουν.
Ο εξευτελισμός συνέτριψε την καρδιά μου κι απέκαμα.
Περίμενα κάποιον να συμπονέσει μαζί μου και δεν υπήρξε, *
κάποιον να με παρηγορήσει και δεν τον βρήκα.
Ο εξευτελισμός συνέτριψε την καρδιά μου κι απέκαμα.
Περίμενα κάποιον να συμπονέσει μαζί μου και δεν υπήρξε, *
κάποιον να με παρηγορήσει και δεν τον βρήκα.
Κι έδωσαν χολή ως τροφή μου, *
και στη δίψα μου με πότισαν με ξύδι.
Με ωδή τ’ όνομα του Θεού θα εξυμνήσω *
και με αίνους θα το μεγαλύνω.
Ας δουν οι ταπεινοί κι ας αγαλλιάσουν, *
αναζητήστε τον Θεό κι ας αναθαρρύσει η καρδιά σας.
Επειδή τους φτωχούς εισάκουσε ο Κύριος *
και τους αιχμαλώτους του δεν περιφρόνησε.
↧