Σε ανταλλαγή με το δέντρο που έφερε το θάνατο, Φυτεμένο στο κέντρο του Παράδεισου (Γεν 3,3), Έφερες στους ώμους σου το ξύλο του σταυρού, Και το ανέβασες στο τόπο που λέγεται Γολγοθάς. Ανάπαυσε την ψυχή μου που έπεσε στην αμαρτία Και σηκώνοντας ένα τόσο βαρύ φορτίο, ανάπαυσέ την χάρη στον τόσο «γλυκό ζυγό» και τον «ελαφρύ ζυγό» του σταυρού (Μτ. 11,30). Την Παρασκευή στις τρις η ώρα, Την ημέρα που ο πρώτος άνθρωπος γοητεύτηκε Σε κάρφωσαν, Κύριε, πάνω στο ξύλο Μαζί με τον εγκληματικό ληστή. Τα χέρια σου που είχαν δημιουργήσει τη γη, Τα άπλωσες πάνω στο σταυρό, Σε αντάλλαγμα των χεριών του Αδάμ και της Εύα που τα είχαν απλώσει Προς το δέντρο απ’ όπου πήραν το θάνατο. Εγώ, που αμάρτησα όπως εκείνοι, Και μάλιστα τους ξεπέρασα… Συγχώρησε το αμάρτημά μου Όπως σ’ εκείνους στον τόπο όπου η ελπίδα έχει διωχθεί. Ανέβηκες στον άγιο σταυρό, Έδιωξες την παράβαση των ανθρώπων, Και ο εχθρός της φύσης μας, Τον κάρφωσες σ’ αυτόν. Δυνάμωσέ με κάτω από την προστασία σου Με αυτό το άγιο σημείο, πάντοτε νικητήριο, Το οποίο όταν θα ανατέλλει από την Ανατολή (Μτ. 24,30), Φώτισέ με, με το φως του. Στο ληστή που ήταν στα δεξιά σου Άνοιξες την πόρτα του Παράδεισου, Θυμήσου κι εμένα όταν θα επανέλθεις Με τη βασιλεία του Πατέρα σου (Λκ. 23,42). Είθε κι εγώ να ακούσω να προφέρεται Η απάντηση που εξυψώνει: «Σήμερα, θα είσαι μαζί μου στην Εδέμ, Στην πρώτη πατρίδα σου!».
↧