Η παρουσία των χριστιανών μέσα στις ανθρώπινες ομάδες οφείλει να εμψυχώνεται από την αγάπη με την οποία ο Θεός μας αγάπησε, και ο οποίος θέλει κι εμείς να αγαπιόμαστε μεταξύ μας με την ίδια αγάπη (1Ιω. 4,11). Η χριστιανική αγάπη εκτείνεται αληθινά προς όλους τους ανθρώπους, χωρίς καμιά διάκριση φυλής, κοινωνικής θέσης ή θρησκείας. Δεν περιμένει κανένα όφελος και καμιά αναγνώριση. Ο Θεός μας αγάπησε με μια αγάπη αφιλόκερδη, το ίδιο και οι πιστοί οφείλουν να έχουν τη φροντίδα η αγάπη τους να αφορά τον άνθρωπο και μόνο, αγαπώντας με την ίδια κίνηση με την οποία ο Θεός μας αναζήτησε. Ο Χριστός «περνούσε από όλες τις πόλεις θεραπεύοντας όλες τις ασθένειες και αδυναμίες», ως σημείο της παρουσίας της Βασιλείας του Θεού. Με τον ίδιο τρόπο η Εκκλησία, είναι, με τα παιδιά της, σε επαφή με όλους τους ανθρώπους σε όποια κατάσταση και αν βρίσκονται, αλλά προπάντων με τους φτωχούς και εκείνους που υποφέρουν… Συμμετέχει στις χαρές τους και στις δοκιμασίες τους, γνωρίζει τις προσδοκίες και τα προβλήματά της ζωής τους, συμπάσχει με όσους βρίσκονται στην αγωνία του θανάτου. Με όσους αναζητούν την ειρήνη, επιθυμεί να ανταποκριθεί με ένα αδελφικό διάλογο, φέρνοντας την ειρήνη και το φως που πηγάζουν από το Ευαγγέλιο. Οι χριστιανοί οφείλουν να εργάζονται και οφείλουν να συνεργάζονται με όλους τους άλλους να οργανώσουν με σωστό τρόπο τις κοινωνικές και οικονομικές υποθέσεις. Θα επιδίδονται με ιδιαίτερο τρόπο στη διαπαιδαγώγηση των παιδιών και των νέων… θα αναλαβαίνουν το δικό τους μερίδιο στις προσπάθειες των λαών οι οποίοι, αγωνιζόμενοι ενάντια στην πείνα, την άγνοια, και τις αρρώστιες, θα επιδίδονται να δημιουργήσουν συνθήκες ζωής καλύτερες και να στερεώνουν την ειρήνη μέσα στον κόσμο… Αλλά η Εκκλησία δεν επιθυμεί με κανένα τρόπο να αναμειγνύεται στις κυβερνήσεις της γήινης πολιτείας. Δεν αναζητά για τον εαυτό της άλλη μορφή εξουσίας από εκείνη να είναι στην υπηρεσία των ανθρώπων, με τη βοήθεια του Θεού.
↧