Σε ένα βάρβαρο αιώνα και ταραγμένο, η καλλιέργεια των αγρών, η χειρονακτική και τίμια εργασία και η μελέτη των ιερών και εγκόσμιων επιστημών ήσαν υποτιμημένες και εγκαταλειμμένες σχεδόν από όλους. Στα μοναστήρια των Βενεδικτίνων, απεναντίας, αυξανόταν συνεχώς πλήθος καλλιεργητών, τεχνιτών και επιστημόνων. Καθένας σύμφωνα με το χάρισμά του, οι μοναχοί κατόρθωναν όχι μόνο να διατηρήσουν αναλλοίωτες τις παραγωγές της αρχαίας σοφίας, αλλά και να γαληνέψουν, να ενώσουν και να απασχολούν ενεργά τους λαούς, παλαιούς και νέους, συχνά σε πόλεμο μεταξύ τους. Κατόρθωσαν να τους κάνουν να περάσουν από τη βαρβαρότητα της αναγέννησης, από τα καταστροφικά μίση και από τις κλοπές σε συνήθεις πιο ήπιες ανθρώπινης και χριστιανικής πραότητας. Και αυτό δεν είναι όλο: διότι στην οργάνωση της μοναστηριακής ζωής των Βενεδικτίνων, το σημαντικό για όλους… συνίσταται στο να τείνουν συνεχώς προς την ένωση με το Χριστό και να φλέγονται με την τέλεια αγάπη. Πράγματι, τα αγαθά αυτού του κόσμου, ακόμα και στο σύνολό τους, δεν μπορούν να χορτάσουν την ανθρώπινη ψυχή που ο Θεός την έπλασε για να ενωθεί μαζί του… Είναι ο λόγος για τον οποίο ο Κανονισμός του αγίου Βενέδικτου λέει ότι είναι απαραίτητο «τίποτα να μην προτιμηθεί από την αγάπη του Χριστού», «τίποτα να μην εκτιμηθεί με μεγαλύτερη αξία από το Χριστό», «τίποτα απολύτως να μην προτιμηθεί από το Χριστό, που μας οδηγεί στην αιώνια ζωή». Και σ’ αυτή την ένθερμη αγάπη του θείου Λυτρωτή οφείλει να ανταποκρίνεται στην αγάπη του πλησίον, τον οποίο πρέπει να θεωρούμε αδελφό και να τον βοηθούμε με όλους τους δυνατούς τρόπους. Γι αυτό σε αντίθεση με τα μίση και τις ανταγωνισμούς που ορθώνουν τους ανθρώπους τους μεν ενάντια στους δε, με τη βία και τα αναρίθμητα δεινά και αθλιότητες που είναι οι συνέπειες αυτών των ταραχών των λαών και των πραγμάτων, ο Βενέδικτος προτείνει στους δικούς του αυτούς τους άγιους κανόνες: «Να επιδείξουμε ιδιαίτερη φροντίδα για τη φιλοξενία, προπάντων προς τους φτωχούς και τους προσκυνητές, γιατί είναι το Χριστό που υποδεχόμαστε κυρίως στο πρόσωπό τους». «Όλοι οι φιλοξενούμενοι που έρχονται σ’ εμάς να γίνονται δεκτοί όπως το Χριστό, γιατί είναι Εκείνος που θα πει κάποια μέρα: «Ήμουν ξένος και με φιλοξενήσατε» (Μτ. 25,35). «Πριν απ’ όλα και πάνω από όλα, να φροντίζουμε τους αρρώστους, ώστε να τους υπηρετήσουμε ωσάν να ήταν ο ίδιος ο Χριστό, διότι είπε: «ήμουν άρρωστος και με επισκεφτήκατε». (v.36).
↧