Ο Χριστός είναι πάντοτε παρών στην Εκκλησία του, προπάντων μέσα στις ιεροτελεστίες. Είναι παρών στη θυσία της λειτουργίας και στο πρόσωπο του λειτουργού διότι «εκείνος που προσφέρει τώρα διαμέσου της υπηρεσίας των ιερέων είναι ο ίδιος που προσφέρθηκε τότε στο σταυρό» (Σύνοδος της Τριδέντου). Είναι παρών προπάντων μέσα από τα ευχαριστιακά είδη. Είναι παρών με τη δύναμή του μέσα στα μυστήρια σε σημείο που, όταν κάποιος βαπτίζει, είναι ο ίδιος ο Χριστός που βαπτίζει. Είναι παρών με το λόγο του, γιατί είναι εκείνος που μιλά όταν μέσα στην Εκκλησία διαβάζουμε τις Άγιες Γραφές. Τέλος είναι παρών όταν η Εκκλησία προσεύχεται και ψέλνει τους ψαλμούς, εκείνος που υποσχέθηκε: «Όταν δύο ή τρεις είναι συγκεντρωμένοι στο όνομά μου, είμαι ανάμεσά τους». Πράγματι για την εκπλήρωση αυτού του μεγάλου έργου μέσω του οποίου ο Θεός δοξάζεται τέλεια και οι άνθρωποι εξαγιάζονται, ο Χριστός συνοδεύει πάντοτε την Εκκλησία, την αγαπημένη Νύμφη του, η οποία τον επικαλείται ως τον Κύριό της και μέσω του οποίου περνά για να αποδώσει τη λατρεία της στον αιώνιο Πατέρα. Δικαιολογημένα η λειτουργική πράξη θεωρείται ως η ιερατική άσκηση του Ιησού Χριστού…, που ασκείται μέσα από το Μυστικό Σώμα του Ιησού Χριστού, δηλαδή μέσω του Κυρίου, της Κεφαλής και των μελών του (Κολ. 1,18). Επομένως, κάθε λειτουργική πράξη, ως έργο του Χριστού, ιερέα, και του Σώματός του που είναι η Εκκλησία(εδ. 24), είναι κατεξοχήν μια ιερή πράξη, την οποία καμιά άλλη πράξη της Εκκλησίας μπορεί να ισοβαθμήσει σε αποτελεσματικότητα στον ίδιο βαθμό και τίτλο.
↧