«Είμαι ο άρτος της ζωής, λέει ο Ιησούς, όποιος έρχεται σ’ Εμένα δεν θα πεινάει πλέον, όποιος πιστεύει σ’ Εμένα δεν θα διψάσει ποτέ» (Ιω. 6,35) Εκφράζει με αυτό τον τρόπο, δύο φορές, το αιώνιο δείπνο όπου δεν λείπει τίποτα. Και όμως, ο Κύριος λέει: «Αυτοί που με τρώνε θα πεινάσουν και πάλι, και όσοι με πίνουν θα διψάσουν πάλι» (Εκκλ. 24,21). Ο Χριστός που είναι η σοφία του Θεού, δεν δίνεται ως τροφή για να ικανοποιήσει την πείνα μας εδώ στη γη, αλλά για να αυξήσει την επιθυμία μας να χορτάσουμε. Όσο περισσότερο γευόμαστε τη γλυκύτητά του, τόσο περισσότερο επιθυμούμε αυτή την τροφή για να σπιλωθούμε. Γι αυτό όσοι τον τρώνε θα πεινάσουν και πάλι, έως ότου έλθει ο πλήρης χορτασμός. Όταν η επιθυμία τους θα έχει ικανοποιηθεί δεν θα πεινούν ούτε θα διψούν πλέον. «Εκείνοι που με τρώνε θα πεινούν ακόμη». Ο λόγος αυτός μπορεί επίσης να γίνει κατανοητός για τον μελλοντικό κόσμο, διότι υπάρχει στον αιώνιο χορτασμό ένα είδος πείνας που δεν προέρχεται από την ανάγκη αλλά από την ευτυχία. Ο χορτασμός δεν φθάνει στη ικανοποίηση, η επιθυμία δεν γνωρίζει αναστεναγμούς. Ο Χριστός πάντοτε θαυμαστός στην ομορφιά του είναι πάντοτε επιθυμητός, «Εκείνον που οι άγγελοι επιθυμούν να οραματίζονται» (1Π. 1,12). Έτσι, ενώ ήδη τον κατέχουμε, τον επιθυμούμε, ενώ τον κρατάμε, τον αναζητούμε, σύμφωνα με τα όσα έιναι γραμμένα: «Ακατάπαυστα αναζητάτε το πρόσωπό του» (Ψ. 104,4). Είναι πράγματι πάντοτε επιθυμητός, εκείνος που είναι αγαπητός ώστε να τον ακτέχουμε ασταμάτητα.
↧