Στη Βαβυλώνα κατοικούσε ένας Ιουδαίος, που ονομαζόταν Ιωακείμ, και
διότι οι γονείς της, επειδή ήταν δίκαιοι, είχαν διαπαιδαγωγήσει την κόρη τους σύμφωνα με το νόμο του Μωυσή.
Ο Ιωακείμ ήταν πάρα πολύ πλούσιος και είχε κήπο κοντά στο σπίτι του στην κατοικία του συγκεντρώνονταν οι Ιουδαίοι, επειδή ήταν ο πιο φημισμένος απ' όλους.
Το χρόνο εκείνο αναδείχθηκαν από το λαό δύο πρεσβύτεροι ως δικαστές, για τους οποίους είπε ο Κύριος ότι «βγήκε κακία από τη Βαβυλώνα από πρεσβύτερους δικαστές» οι οποίοι φαινομενικά, μόνο κυβερνούσαν το λαό.
Αυτοί σύχναζαν στο σπίτι του Ιωακείμ, και έρχονταν σ' αυτούς όλοι όσοι είχαν διαφορές.
Το μεσημέρι, που έφευγε ο κόσμος, ερχόταν η Σουσάννα και περπατούσε στον κήπο του άνδρα της.
Οι δύο πρεσβύτεροι την έβλεπαν κάθε ημέρα που πήγαινε και περπατούσε,
και κυριεύτηκαν από επιθυμία και σκοτίστηκε το μυαλό τους και προσήλωσαν τα μάτια τους ώστε να μη βλέπουν τον ουρανό ούτε να θυμούνται τις κρίσεις των δικαίων.
Ενώ περίμεναν την κατάλληλη ημέρα, συνέβη να μπει εκείνη όπως χθες και προχθές με δύο μόνο δούλες και ήθελε να λουστεί στον κήπο, γιατί έκανε ζέστη.
Δεν ήταν κανείς εκεί εκτός από τους δύο πρεσβυτέρους, που ήταν κρυμμένοι και την κοίταζαν.
Η Σουσάννα είπε στις δούλες: «Φέρτε μου λάδι και την αλοιφή και κλείστε τις πόρτες του κήπου για να λουστώ».
Όταν οι δούλες είχαν φύγει, σηκώθηκαν οι δύο πρεσβύτεροι και έτρεξαν κοντά της και της είπαν:
«Οι πόρτες είναι κλειστές και κανείς δε μας βλέπει και σε επιθυμούμε, γι' αυτό υπόκυψε να συνευρεθείς μαζί μας,
αλλιώς θα δώσουμε μαρτυρία εναντίον ότι ήταν κοντά σου κάποιος νεαρός, και γι' αυτό έδιωξες τις δούλες από κοντά σου».
Η Σουσάννα στέναξε και είπε: «Βρίσκομαι σε μεγάλη στενοχώρια, γιατί αν κάνω κάτι τέτοιο με περιμένει ο θάνατος, κι αν δεν το κάνω, δε θα γλιτώσω από τα χέρια σας.
Προτιμότερο είναι για μένα, να μην το κάνω και να πέσω στα χέρια σας, παρά να αμαρτήσω στον Κύριο».
Και η Σουσάννα φώναξε δυνατά - φώναξαν δυνατά κι οι δύο πρεσβύτεροι εναντίον της.
Ο ένας έτρεξε και άνοιξε τις πόρτες του κήπου.
Μόλις όμως άκουσαν τις φωνές στον κήπο, οι άνθρωποι του σπιτιού πήδησαν μέσα από την πλαϊνή πόρτα για να δουν τι συνέβαινε στη Σουσάννα.
Όταν όμως οι πρεσβύτεροι είπαν τα λόγια τους ό, τι υπηρέτες καταντροπιάστηκαν, γιατί ουδέποτε είχε ειπωθεί τέτοιος λόγος για τη Σουσάννα.
Την άλλη ημέρα, όταν είχε συγκεντρωθεί ο λαός στον άνδρα της τον Ιωακείμ, ήλθαν και οι δύο πρεσβύτεροι γεμάτοι παράνομη σκέψη εναντίον της Σουσάννας για να τη σκοτώσουν. Είπαν, λοιπόν, στο λαό:
«Στείλτε να φέρουν τη Σουσάννα, κόρη του Χελκία, γυναίκα του Ιωακείμ». Έτσι κι έκαναν.
Ήλθε τότε αυτή με τους γονείς της και τα παιδιά της και όλους τους συγγενείς της.
Οι δικοί της και όλοι όσοι την έβλεπαν έκλαιγαν.
Τότε σηκώθηκαν οι δύο πρεσβύτεροι στο μέσο του λαού και έβαλαν τα χέρια τους στο κεφάλι της.
Αυτή όμως κλαίγοντας κοίταξε τον ουρανό, γιατί η καρδιά της είχε εμπιστοσύνη στον Κύριο.
Τότε είπαν οι πρεσβύτεροι: «Ενώ εμείς περπατούσαμε στον κήπο μόνοι, μπήκε αυτή με δύο δούλες και έκλεισε τις πόρτες του κήπου και άφησε τις δούλες ελεύθερες να φύγουν.
Τότε ήλθε σ' αυτήν ένας νέος που ήταν κρυμμένος και ξάπλωσε μαζί της.
Τότε εμείς που ήμαστε στη γωνία του κήπου, είδαμε την παρανομία και τρέξαμε προς αυτούς,
και τους είδαμε να συνευρίσκονται. Εκείνον όμως δεν μπορέσαμε να τον πιάσουμε, γιατί ήταν ισχυρότερος από εμάς, άνοιξε τις πόρτες κι έφυγε.
Πιάσαμε όμως αυτήν και τη ρωτήσαμε ποιος ήταν ο νέος,
αλλά δε θέλησε να μας τον φανερώσει. Είμαστε μάρτυρες γι' αυτό». Η σύναξη τους πίστεψε, επειδή ήταν πρεσβύτεροι και δικαστές, και καταδίκασαν την Σουσάννα σε θάνατο.
Τότε η Σουσάννα φώναξε με δυνατή φωνή και είπε: «θεέ αιώνιε, που γνωρίζεις ό,τι είναι κρυφό, που γνωρίζεις τα πάντα, ακόμα και πριν να συμβούν,
εσύ γνωρίζεις ότι κατέθεσαν ψευδή μαρτυρία και τώρα πεθαίνω, ενώ δεν έχω κάνει τίποτα από όσα αυτοί μηχανεύτηκαν εναντίον μου».
Ο Κύριος εισάκουσε τη φωνή της.
Και ενώ την οδηγούσαν προς το θάνατο, ενέπνευσε ο Κύριος το πνεύμα το άγιο ενός νέου παιδιού, που ονομαζόταν Δανιήλ
και φώναξε δυνατά: «Εγώ είμαι αθώος από το αίμα αυτής της γυναίκας».
Στράφηκε τότε όλος ο λαός και το ρώτησε: «Για ποιο λόγο το λες αυτό;».
Και το παιδί, αφού στάθηκε στη μέση, τους είπε: «Τόσο ανόητοι έγιναν οι γιοι του Ισραήλ; Χωρίς να κρίνετε και χωρίς να γνωρίσετε την αλήθεια, καταδικάσατε την κόρη του Ισραήλ;
Ξανακάνετε τη δίκη, γιατί έδωσαν ψεύτικη μαρτυρία εναντίον της»,
Στράφηκε, λοιπόν, όλος ο λαός με σπουδή και είπαν στο παιδί οι γέροντες: «Έλα και κάτσε ανάμεσα μας και δείξε μας, γιατί ο θεός σου έδωσε τη δόξα του γέροντα».
Και τους είπε ο Δανιήλ: «Χωρίστε τους δύο γέροντες μεταξύ τους, κι εγώ θα τους ανακρίνω».
Όταν τους χώρισαν τον ένα από τον άλλο, κάλεσε τον πρώτο και του είπε:«Γέρασες γεμάτος ημέρες πονηρές, Αλλά έφθασαν στο τέλος τους οι αμαρτίες που διέπραττες νωρίτερα
εκφέροντας άδικες κρίσεις, καταδικάζοντας τους αθώους και απολύοντας τους ενόχους, ενώ ο Κύριος λέει: "Αθώο και δίκαιο μη θανατώσεις".
Τώρα, λοιπόν, αν την είδες αυτή, πες: κάτω από ποιο δένδρο τους είδες να συζητούν;». Εκείνος είπε: «Κάτω από ένα σκίνο».
Και είπε ο Δανιήλ: «Σωστά είπες ψέματα εις βάρος σου. Ιδού, λοιπόν, ο άγγελος του θεού, έλαβε εντολή και θα σε κόψει στη μέση».
Έστειλε πίσω τον πρώτο και διέταξε να προσέλθει ο δεύτερος, και του λέει: «Σπέρμα της Χαναάν και όχι του Ιούδα, η ομορφιά σε εξαπάτησε και το πάθος διέστρεψε την καρδιά σου.
Μ' αυτό τον τρόπο φερόσασταν προς τις κόρες του Ισραήλ, κι αυτές, επειδή φοβούνταν, κάθονταν μαζί σας. Αλλά η κόρη του Ιούδα δεν ανέχθηκε την παρανομία σας.
Τώρα, λοιπόν, πες μου: κάτω από ποιο δένδρο τους είδες να συνδιαλέγονται;». Εκείνος απάντησε: «Κάτω από ένα πρίνο».
Του είπε ο Δανιήλ: «Σωστά είπες ψέματα κι εσύ εις βάρος σου. Ο άγγελος του θεού περιμένει, κρατώντας τη ρομφαία για να σε κόψει στα δύο και να σας θανατώσει».
Ολόκληρη, λοιπόν, η συνέλευση φώναξε δυνατά και ευλόγησαν το θεό, ο οποίος σώζει όσους εμπιστεύονται σ' αυτόν.
Και ξεσηκώθηκαν εναντίον των δύο γερόντων, επειδή ο Δανιήλ τους έπεισε για την ψευδομαρτυρία, και τους έκαμαν ό, τι είχαν σκεφτεί να κάνουν στον πλησίον τους, ώστε να
ενεργήσουν σύμφωνα με το νόμο του Μωυσή. Και τους θανάτωσαν και σώθηκε την ημέρα εκείνη το αθώο αίμα.
↧