«Ο Αβραάμ, ο πατέρας σας, χάρηκε στη σκέψη να δει την έλευσή μου: την είδε και χάρηκε». Τι σημαίνει αυτό; «Ο Αβραάμ πίστεψε στο Θεό, που του το υπολόγισε για δικαίωση» (Γεν. 15,6 και Ρωμ. 4,3). Εν πρώτοις, πίστεψε ότι εκείνος ήταν ο Δημιουργός του ουρανού και της γης, ο μόνος Θεός, στη συνέχει ότι θα καθιστούσε τους απογόνους του «όσους τα άστρα του ουρανού»(Φελ. 2,15). Δικαιολογημένα, λοιπόν εγκατέλειψε όλους τους συγγενείς του σ’ αυτό τον κόσμο και ακολούθησε το Λόγο του Θεού, γινόμενος ξένος μαζί με το Λόγο, ώστε να γίνει συμπολίτης με το Λόγο, τον Υιό του Θεού (βλ. Εφ. 2,19). Δικαιολογημένα, επίσης, που οι απόστολοι οι απόγονοι του Αβραάμ, άφησαν τη βάρκα τους και τον πατέρα τους και ακολούθησαν το Λόγο (Μτ. 4,22). Δικαιολογημένα και εμείς, έχουμε την ίδια πίστη με τον Αβραάμ, παίρνοντας το σταυρό μας όπως ο Ισαάκ πήρε τα ξύλα, ακολουθούμε τον ίδιο Λόγο (Γεν. 22,6 και Μτ. 16,24). Διότι με τον Αβραάμ, ο άνθρωπος είχε μάθει και είχε συνηθίσει να ακολουθεί το Λόγο του Θεού. Με την πίστη του, πράγματι, ο Αβραάμ ακολούθησε την εντολή του Λόγου του Θεού και δεν δίστασε να δώσει «τον μονογενή υιό του και πολυαγαπημένο» θυσία στο Θεό (Γεν 22,2) ώστε και ο Θεός να δεχτεί, προς όφελος των απογόνων του, να παραδώσει τον αγαπημένο Υιό του και μονογενή, θυσία για τη λύτρωσή μας (Ρωμ. 8,32). Και όπως ο Αβραάμ υπήρξε προφήτης και είδε δια του Πνεύματος την έλευση του Κυρίου και το σχέδιο του Πάθους του, δηλαδή τη σωτηρία για τον εαυτό του και για όλους τους άλλους που θα πίστευαν στο Θεό, χάρηκε με χαρά μεγάλη. Ο Κύριος Χριστός δεν ήταν επομένως άγνωστος στον Αβραάμ, εφόσον επιθυμούσε να δει την έλευσή του. Και είναι από την προσφορά του Λόγου που ο Αβραάμ γνώρισε τον Πατέρα του Κυρίου γι αυτό και πίστεψε σ’ αυτόν. (…) Γι αυτό έλεγε: «Θα τείνω το χέρι μου προς τον Ύψιστο Θεό που δημιούργησε τον ουρανό και τη γη.» (Γεν. 14,22).
↧