«Ο Θεός λέει: ας κάνουμε τον άνθρωπο κατ’ εικόνα μας και ομοίωσή μας» (Γεν. 1,28). Ωσάν ο Θεός να έμπαινε σε διαλογισμό με τον εαυτό του, ωσάν, δημιουργώντας, ΄χοι μόνο καλούσε από το χάος στην ύπαρξη, λέγοντας: «Ας γίνει!» αλλά με ένα ξεχωριστό τρόπο, ωσάν να έβγαζε τον άνθρωπο από τον εαυτό του. Αυτό είναι κατανοητό, γιατί δεν πρόκειται μόνο για το είναι, αλλά για την εικόνα. Η εικόνα οφείλει να αντανακλά, οφείλει να αναπαράγει, κατά μία έννοια, την ουσία του πρωτοτύπου. (…) Είναι βέβαιο ότι αυτή η ομοίωση δεν πρέπει να νοηθεί ωσάν ένα «πορτραίτο», αλλά ως το γεγονός να είναι ζωντανός, και να έχει μια ζωή όμοια με εκείνη του Θεού. (…) Προσδιορίζοντας τον άνθρωπο ως «εικόνα του Θεού», το βιβλίο της Γένεσης επιβεβαιώνει με ποιο τρόπο ο άνθρωπος είναι άνθρωπος, με ποιο τρόπο είναι ξεχωριστός από όλα τα άλλα πλάσματα του ορατού κόσμου. Η επιστήμη, το γνωρίζουμε, έκανε και συνεχίζει να κάνει σε διάφορους τομείς, πολλές προσπάθειες για να δείξει τα δεσμά του ανθρώπου με το φυσικό κόσμο, για να φανερώσει την εξάρτησή του από αυτό τον κόσμο, ώστε να τον εισάγει μέσα στην ιστορία της εξέλιξης των διαφόρων ειδών. Ενώ σεβόμαστε τις έρευνες αυτές, δεν μπορούμε να περιοριστούμε σ’ αυτές. Αν αναλύσουμε τον άνθρωπο στο βαθύτερο είναι του, θα αντιληφτούμε ότι διαφοροποιείται από τον κόσμο της φύσης περισσότερο από ότι του μοιάζει. Είναι επίσης με αυτή την έννοια που ερευνά η ανθρωπολογία και η φιλοσοφία όταν αναζητούν να αναλύσουν και να κατανοήσουν τη διάνοια, την ελευθερία, τη συνείδηση και την πνευματικότητα του ανθρώπου. Το βιβλίο της Γένεσης φαίνεται να προπορεύεται σε όλες αυτές τις εμπειρίες της επιστήμης λέγοντας για τον άνθρωπο ότι είναι «εικόνα του Θεού», μας κάνει να εννοήσουμε ότι η απάντηση στο μυστήριο της ανθρώπινης φύσης δεν πρέπει να αναζητηθεί με την ομοιότητά του με τον κόσμο της φύσης. Ο άνθρωπος μοιάζει περισσότερο στο Θεό παρά στη φύση. Είναι μ’ αυτή την έννοια που ο Ψαλμός (82,6) λέει «είσαστε θεοί», λόγια που ο Ιησούς θα τα επαναλάβει.
↧