Ο Χριστός ολοκλήρωσε το λυτρωτικό έργο του σε πλαίσια φτώχειας και διωγμού. Και η Εκκλησία καλείται να ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο για να μεταδώσει στους ανθρώπους τους καρπούς της σωτηρίας. Ο Χριστός Ιησούς, «κατέχοντας τη θεϊκή φύση (…) ταπείνωσε τον εαυτό του παίρνοντας τη φύση του σκλάβου» (Φιλ. 2,6) και για εμάς «έγινε φτωχός, από πλούσιος που ήταν» (2Κορ. 8,9). Αυτή πρέπει να είναι και η Εκκλησία, και αν έχει ανάγκη από ανθρώπινους πόρους για να εκπληρώσει την αποστολή της, δεν ιδρύθηκε για να επιζητά τη γήινη δόξα, αλλά για να κηρύττει, ακόμη και με το παράδειγμά της, την ταπεινοσύνη και την απονέκρωση. Ο Χριστός ήταν σταλμένος από τον Πατέρα «για να ευαγγελίσει τους φτωχούς (…), να θεραπεύσει τις πληγωμένες καρδιές» (Λκ. 4,18), «να αναζητήσει και να σώσει ότι είχε χαθεί (Λκ. 19,10). Το ίδιο και η Εκκλησία περιβάλλει όσους είναι πληγωμένοι από την ανθρώπινη αδυναμία, και κάτι περισσότερο αναγνωρίζει στο πρόσωπο των φτωχών και σ’ εκείνους που υποφέρουν την εικόνα του Ιδρυτή της, που ήταν φτωχός και υπέφερε, επιδίδεται στην ανακούφιση της ταλαιπωρίας τους και θέλει να υπηρετήσει το Χριστό στο πρόσωπό τους (…). Η Εκκλησία «προοδεύει όταν πορεύεται μέσα από διωγμούς του κόσμου και την παρηγορία του Θεού» (άγ. Αυγουστίνος) αναγγέλλοντας το σταυρό και το θάνατο του Κυρίου , έως ότου έλθει (1Κορ. 11,26). Είναι η δύναμη του αναστημένου Κυρίου που της δίνει δύναμη να ξεπεράσει με την υπομονή και την αγάπη τις θλίψεις και τις εσωτερικές δυσκολίες καθώς και τις εξωτερικές και πάραυτα, ώστε να μεταδώσει με πιστότητα στον κόσμο το μυστήριο του Κυρίου, μυστήριο ακόμη κρυμμένο μέχρι να φανερωθεί στο τέλος στο πλήρες φως.
↧