Πριν απ’ όλα, ο Χριστός, Διδάσκαλος της ειρήνης και Κύριος της ενότητας, δεν θέλησε η προσευχή να είναι μυστική και ατομική, ωσάν να μην προσευχόμαστε παρά για τον εαυτό μας. Δεν λέμε: «Πατέρα μου, που είσαι στους ουρανούς» ούτε, «δώσε μου σήμερα τον καθημερινό άρτο». Ο καθένας δεν ζητά το χρέος του να του χαριστεί σ’ αυτόν μόνο, ούτε μόνο αυτός να μην πέσει σε πειρασμό και να ελευθερωθεί από το Κακό. Για εμάς η προσευχή είναι δημόσια και κοινοτική, και όταν προσευχόμαστε δεν μεσιτεύουμε μόνο για ένα πρόσωπο αλλά για όλο το λαό, διότι εμείς, ολόκληρος ο λαός, είμαστε ένα. Ο Θεός της ειρήνης και ο Κύριος της ομόνοιας, ο οποίος μας δίδαξε την ενότητα, θέλησε ένα μόνος να προσεύχεται για όλους, όπως ο ίδιος ένας μόνο πήρε πάνω του όλους τους ανθρώπους. Οι τρεις νεαροί Εβραίοι που ρίχτηκαν μέσα στην κάμινο τήρησαν αυτό το νόμο της προσευχής (…) «Και οι τρεις, με μια φωνή, έψαλαν ένα ύμνο και ευλογούσαν το Θεό» (Δαν. 3,51). (…) Οι απόστολοι και οι μαθητές προσεύχονταν με τον ίδιο τρόπο μετά της Ανάληψη του Κυρίου. «Όλοι με μια καρδιά προσκαρτερούσαν στην προσευχή, με μερικές γυναίκες και με τη Μαρία, τη μητέρα του Ιησού, και με τους αδελφούς της» (Πραξ. 11,14) Με μια καρδιά, συμμετείχαν πιστά στην προσευχή, με ζήλο και με αμοιβαία αγάπη, έδιναν μαρτυρία ότι ο Θεός «που κάνει τους ανθρώπους να κατοικούν ομόθυμοι, στο ίδιο σπίτι» (Ψ. 67,7 Βουλγκάτα), δεν αποδέχεται στην αιώνια κατοικία του παρά εκείνους που προσεύχονται σε κοινωνία μεταξύ τους.
↧