Ο Χριστός ήλθε για να αναστήσει το Λάζαρο, αλλά ο απόηχος αυτού του θαύματος θα είναι η άμεση αιτία της σύλληψής του και της σταύρωσής του (Ιω. 11,46…). (…) Αισθανόταν με βεβαιότητα ότι ο Λάζαρος επανερχόταν στη ζωή με τίμημα της δικής του θυσίας. Αντιλαμβανόταν τον εαυτό του να μπαίνει στο μνήμα απ’ όπου θα έβγαζε το φίλο του, αντιλαμβανόταν ότι ο Λάζαρος έπρεπε να ζήσει και ότι ο ίδιος όφειλε να πεθάνει. Τα φαινόμενα θα αντιστρέφοντας, θα γινόταν μεγάλο φαγοπότι στη Μάρθα (Ιω. 12,1…) αλλά το τελευταίο Πάσχα του πόνου ήταν δικό του. Και ο Ιησούς γνώριζε ότι αποδέχεται ολοκληρωτικά αυτή την ανατροπή: είχε έλθει από τα σπλάχνα του Πατέρα του για να εξαγοράσει με το αίμα του κάθε αμαρτία των ανθρώπων και έτσι να βγάλει από το μνήμα του κάθε πιστό, όπως το φίλο του Λάζαρο – να τους οδηγήσει στη ζωή, όχι παροδικά, αλλά για πάντα. (…) Απέναντι στην ευρύτητα αυτού που έμελε να πράξει μ’ αυτή τη μοναδική πράξη ευσπλαχνίας, ο Ιησούς λέει στη Μάρθα: «Είμαι η Ανάσταση και η Ζωή. Όποιος πιστεύει σ’ εμένα, ακόμη και αν πεθάνει, θα ζήσει, και όποιος πιστεύει σ’ εμένα δεν θα πεθάνει ποτέ». Ας κάνουμε δικά μας αυτά τα λόγια παρηγορίας, απέναντι στο θάνατό μας και το θάνατο των φίλων μας: Όπου υπάρχει πίστη στο Χριστό, ο Χριστός είναι παρών προσωπικά. «Το πιστεύεις αυτό; ερωτά τη Μάρθα. Όπου μια καρδιά απαντά όπως η Μάρθα: «Ναι, το πιστεύω», εκεί ο Χριστός είναι παρών με την ευσπλαχνία του. Αν και αόρατος, είναι παρών, ακόμη και στο κρεβάτι του θανάτου ή εμπρός στο μνήμα, είτε είμαστε εμείς που χανόμαστε ή εκείνοι τους οποίους αγαπάμε. Ευλογημένο να είναι το όνομά του! Τίποτα δεν μπορεί να μας αφαιρέσει αυτή την παρηγοριά. Με τη χάρη του, είμαστε τόσο βέβαιοι ότι είναι παρών με όλη την αγάπη του, σαν να τον βλέπαμε. Μετά από την εμπειρία αυτού που συνέβηκε στο Λάζαρο, δεν αμφιβάλλουμε ούτε μια στιγμή ότι είναι γεμάτος φροντίδα για εμάς και ότι είναι παρών κοντά μας.
↧