Αν είμαστε πράγματι αμαρτωλοί, δεν υπάρχει ταπεινοσύνη να ομολογήσουμε. Η ταπεινοσύνη αρχίζει από κάποιον που γνωρίζει ότι έκανε μεγάλα πράγματα και δεν υπερηφανεύεται γι αυτό. Η ταπεινοσύνη υπάρχει όταν, ενώ είμαστε όμοιοι με τον Παύλο σε σημείο να μπορούμε να πούμε : «η συνείδησή μου δεν με ελέγχει σε τίποτα», και προσθέτουμε αμέσως, όπως εκείνος : «Δεν είμαι γι αυτό δικαιωμένος» (1Κορ.4,4), ή ακόμη : «Ο Χριστός Ιησούς ήλθε να σώσει τους αμαρτωλούς από τους οποίους εγώ είμαι ο πρώτος» (1Τιμ. 1,15). Ιδού σε τι συνίσταται η ταπεινοσύνη : παρά το μεγαλείο των έργων μας, να ταπεινωνόμαστε με το πνεύμα μας. Ο Θεός, όμως, εξαιτίας της ανέκφραστης αγάπης του για τους ανθρώπους, δεν δέχεται και αποδέχεται μόνο εκείνους που ταπεινώνονται εμπρός του με αυτό τον τρόπο, αλλά επίσης και εκείνους που ομολογούν απερίφραστα τα σφάλματά τους. Παρουσιάζεται ευνοϊκός και καλός προς εκείνους που δείχνουν παρόμοιες διαθέσεις. Για να μάθεις πόσο είναι καλός για το ότι δεν έχεις μεγάλη ιδέα για τον εαυτό σου, Φαντάσου δύο άρματα. Βάλε στο ένα την αρετή και την υπερηφάνεια και στο άλλο την αμαρτία και την ταπεινοσύνη. Θα δεις το άρμα με την αμαρτία να προπορεύεται εκείνου της αρετής, όχι βέβαια από δική του δύναμη, αλλά χάρη στη δύναμη της ταπεινοσύνης που τη συνοδεύει, και θα δεις το άλλο να το ξεπερνά όχι εξαιτίας της αδυναμίας της αρετής, αλλά εξαιτίας του βάρους και το μέγεθος της υπερηφάνειας.
↧