Ο Κύριος θα πει για εκείνους που περιφρόνησαν την ευσπλαχνία του: «άνθρωπε, εγώ είμαι που σε έπλασα από το χώμα, εγώ που φύσηξα το πνεύμα στο σώμα σου από χώμα, εγώ που θέλησα να σε φτιάξω κατά την εικόνα μου και ομοιότητα, εγώ που σε έθεσε στο κέντρο του Παραδείσου. Αλλά εσύ περιφρονώντας τις εντολές της ζωής, προτίμησε να ακολουθήσεις το σαγηνευτή παρά τον Κύριο. (…) «Στη συνέχεια, ενώ είχες διωχθεί από τον Παράδεισο και δέθηκες με τα δεσμά του θανάτου και της αμαρτίας, συγκινημένος από ευσπλαχνία, μπήκα στα παρθενικά σπλάχνα για να έλθω στον κόσμο. Χωρίς να βλάψω την παρθενία της. Με τοποθέτησαν στην πάχνη των ζώων, τυλιγμένος σε φασκιές, υπέμεινα τα δυσάρεστα της παιδικής ηλικίας, και τους ανθρώπινους πόνους, με τους οποίους έγινα όμοιος μαζί σου. Υπέμεινα τις βρισιές και τα πλυσίματα εκείνων που με περιφρονούσαν, ήπια το ξίδι με τη χολή. Υπέμεινα τη φλαγγέλωση και την αγκάθινη στεφάνωση, με κρέμασαν στο σταυρό, με τρύπησαν με τη λόγχη, παράδωσα το πνεύμα για να σε ενώσω στο σταυρό. Ιδού τα σημάδια των καρφιών, Δες την τρυπημένη πλευρά μου. Υπέμεινα τους πόνους για να σου δώσω τη δόξα μου. Υπέμεινα το θάνατο ώστε εσύ να ζήσεις για την αιωνιότητα. Αναπαύτηκα, κλεισμένος μέσα στο μνήμα, ώστε εσύ να βασιλέψεις στον ουρανό. «Γιατί λησμόνησες όσα υπέφερα για χάρη σου; Γιατί απαρνήθηκες τις χάρες της απολύτρωσής σου; (…) Δώσε μου τη ζωή σου, για την οποία έδωσα τη δική μου, δώσε μου τη ζωή σου που καταστρέφεις ασταμάτητα με τις πληγές των αμαρτιών».
↧