Το να είσαι άνθρωπος σημαίνει, είσαι για το θάνατο. Το να είσαι άνθρωπος σημαίνει οφείλεις να πεθάνεις. (…) Το να ζεις σ’ αυτό τον κόσμο σημαίνει καταδικασμένος να πεθάνεις. «Έγινε άνθρωπος» (Πιστεύω), σημαίνει επομένως ότι και ο Χριστός επίσης πορεύεται προς το θάνατο. Η αντίφαση που χαρακτηρίζει το θάνατο του ανθρώπου αγγίζει στο πρόσωπο του Ιησού την υπέρτατη έκφραση, διότι σ’ αυτόν, ο οποίος βρίσκεται σε εναλλαγή ολοκληρωτική με το ν Πατέρα, η απόλυτη απομόνωση του θανάτου είναι καθαρή ανοησία. Εξ άλλου, σ’ αυτόν ο θάνατος έχει επίσης την αναγκαιότητα του. Πράγματι από το γεγονός του να είναι με τον Πατέρα βρίσκεται στην αρχή του ακατανόητου, που οι άνθρωποι του καταλογίζουν, στην πηγή της μοναξιάς ανάμεσα στα πλήθη. Η καταδίκη του είναι η υπέρτατη πράξη του ακατανόητου, η απόρριψη εκείνου τον οποίο δεν εννόησαν στη ζώνη της σιωπής. Ως εκ τούτου, μπορούμε να διαβλέψουμε κάτι από την εσωτερική διάσταση του θανάτου του. Στον άνθρωπο, ο θάνατος είναι πάντοτε ένα γεγονός βιολογικό και πνευματικό. Στον Ιησού η εξόντωση του σωματικού στηρίγματος της επικοινωνίας διακόπτει το διάλογο με τον Πατέρα. Επομένως αυτό που διακόπτεται στο θάνατο του Ιησού Χριστού είναι πιο σημαντικό από οποιονδήποτε θάνατο του ανθρώπου, αυτό που ξεριζώνεται εδώ είναι ο διάλογος που είναι ο αληθινός άξονας ολόκληρου του κόσμου. Αλλά όπως αυτός ο διάλογος τον είχε καταστήσει μοναχικό και ο οποίος υπήρξε η βάση του τερατουργήματος του θανάτου, το ίδιο στο Χριστό η Ανάσταση είναι ήδη θεμελιακά παρούσα. Δι αυτής, η ανθρώπινη κατάστασή μας του ανθρώπου εισχωρεί μέσα στην τριαδική συναλλαγή της αιώνιας αγάπης. Δεν μπορεί πλέον να αφανιστεί, πέρα από το κατώφλι του θανάτου, υψώνεται εκ νέου και αναδημιουργεί την πληρότητά του. Μόνη επομένως η Ανάσταση, αποκαλύπτει τον ύστατο χαρακτήρα, αποφασιστικής σημασίας σε ότι αφορά την πίστη μας «έγινε άνθρωπος» (…). Ο Χριστός είναι πλήρως άνθρωπος. Και παραμένει για πάντα. Η ανθρώπινη κατάσταση μπήκε δι αυτού στο ίδιο το είναι του Θεού. Είναι ο καρπός του θανάτου του.
↧