Στην όχθη των ποταμών της Βαβυλώνας, †
εκεί καθίσαμε και κλάψαμε,*
καθώς τη Σιών θυμόμασταν.
Στις ιτιές των ποταμών της*
κρεμάσαμε τις κιθάρες μας.
Εκεί αυτοί που μας αιχμαλώτισαν,*
τραγούδια μας ζητούσαν,
κι ωδές χαράς εκείνοι που μας καταπίεζαν:*
«Ψάλτε μας από της Σιών τους ύμνους».
Πώς να ψάλουμε τον ύμνο του Κυρίου*
σε ξένη χώρα;
Αν, Ιερουσαλήμ, σε λησμονήσω,*
να παραλύσει το δεξί μου χέρι,
να κολλήσει η γλώσσα μου στον λάρυγγά μου,*
αν δεν είσαι η διαρκής μου σκέψη,
αν την Ιερουσαλήμ δεν προτάξω*
στο απόγειο της χαράς μου.
↧