Μια διαφορά διακρίνει την προσευχή που απευθύνουμε στο Θεό από εκείνη που απευθύνουμε σ’ ένα άνθρωπο. Η προσευχή που απευθύνεται σ’ ένα άνθρωπο απαιτεί εκ προοιμίου μια οικειότητα χάρη στην οποία έχουμε πρόσβαση σ’ αυτόν που παρακαλούμε. Ενώ η προσευχή που απευθύνεται στο Θεό μας καθιστά η ίδια οικείους με το Θεό. Η ψυχή μας υψώνεται προς αυτόν, συζητά με τρυφερότητα μαζί του και τον λατρεύει με το πνεύμα και αληθινά (Ιω. 4,23) Αυτή η οικειότητα που αποκτάται παρακαλώντας προκαλεί τον άνθρωπο να προσευχηθεί με εμπιστοσύνη. Για το λόγο αυτό λέγεται μέσα στον Ψαλμό: «φώναξα» δηλαδή προσευχήθηκα με εμπιστοσύνη «γιατί με εισάκουσες, Θεέ μου» (16,6). Δεκτός στην οικειότητα του Θεού με μια πρώτη προσευχή, ο ψαλμωδός προσεύχεται στη συνέχεια με αυξημένη εμπιστοσύνη. Έτσι στην προσευχή προς τον Θεό, η επιμονή στο αίτημα δεν είναι άσχετη απεναντίας είναι αρεστή στο Θεό. Διότι «πρέπει να προσευχόμαστε πάντοτε, λέει το Ευαγγέλιο, και μην κουραζόμαστε ποτέ» και αλλού ο Κύριος μας προσκαλεί να ζητούμε: «Σητάτε και θα λάβετε, λέει, χτυπάτε και θα σας ανοιχτεί» (Μτ. 7,7).
↧