Από τους διαδόχους αυτών προήλθε μια αμαρτωλή φύτρα, ο Αντίοχος ο Επιφανής, γιος του βασιλιά Αντιόχου. Αυτός ήταν αιχμάλωτος στη Ρώμη και μετά έγινε βασιλιάς το έτος 137, όπως υπολογιζόταν η βασιλεία στους Έλληνες.
Εκείνες τις μέρες εμφανίστηκαν μερικοί ασεβείς Ισραηλίτες, οι οποίοι κατάφεραν να παρασύρουν πολλούς λέγοντάς τους: «Πάμε να κάνουμε συμφωνία με τα γύρω έθνη. Από τότε που αποξενωθήκαμε απ' αυτούς μας βρήκαν πολλά δεινά».
Αυτή η πρόταση φάνηκε καλή σε πολλούς.
Μερικοί μάλιστα προθυμοποιήθηκαν και πήγαν στο βασιλιά, ο οποίος τους έδωσε την άδεια να υιοθετήσουν τον τρόπο ζωής των εθνών αυτών.
Έχτισαν, λοιπόν, γυμναστήριο στην Ιερουσαλήμ, όπως είχαν και οι εθνικοί.
Κάλυψαν με εγχείρηση την περιτομή τους, ώστε να φαίνονται απερίτμητοι, εγκατέλειψαν τη διαθήκη για να συγχρωτισθούν με τους εθνικούς και πουλήθηκαν έτσι στο να πράττουν ό,τι δυσαρεστεί τον Κύριο.
Ο βασιλιάς Αντίοχος έστειλε γραπτή διαταγή σ' όλα τα έθνη του βασιλείου του, σύμφωνα με την οποία αυτά θα εγκατέλειπαν τα έθιμά τους και θα γίνονταν όλοι ένας λαός. Κι όλα τα έθνη υπάκουσαν στη διαταγή του βασιλιά.
[…]
Ακόμη και από τους Ισραηλίτες πολλοί συμφώνησαν και δέχτηκαν τη θρησκεία του βασιλιά· θυσίασαν στα είδωλα και βεβήλωσαν την ημέρα του Σαββάτου.
Στις δεκαπέντε του μήνα Χασελεύ, το έτος 145, έστησαν το βδέλυγμα της ερημώσεως πάνω στο θυσιαστήριο. Έχτισαν βωμούς ειδώλων στις άλλες πόλεις του Ιούδα,
και θυμιάτιζαν μπροστά στις πόρτες των σπιτιών και στις πλατείες.
Επίσης όσα βιβλία του νόμου βρήκαν, τα έσχισαν και τα έκαψαν.
Αν κάποιος είχε ένα βιβλίο του νόμου ή τηρούσε το νόμο, αυτόν τον σκότωναν, σύμφωνα με τη διαταγή του βασιλιά.
Πολλοί όμως από τους Ισραηλίτες είχαν αποφασίσει σταθερά και αμετάκλητα να μη φάνε τίποτε ακάθαρτο.
Έτσι, προτιμούσαν να πεθάνουν παρά να μιανθούν με τις τροφές και να βεβηλώσουν την άγια διαθήκη.
Η οργή του Κυρίου είχε ξεσπάσει εναντίον των Ισραηλιτών.
↧