Αληθινά, αδελφοί μου, αυτό που ο Θεός υποσχόταν φαινόταν απίστευτο στους ανθρώπους: από την κατάσταση του θνητού, εξαιτίας της οποίας είναι φθαρτοί, περιφρονητέοι, αδύναμοι, σκόνη και στάχτη, θα γίνονταν ίσοι προς τους αγγέλους του Θεού! Είναι ο λόγος για τον οποίο ο Θεός δεν αρκέστηκε να συνάψει συμφωνία της Γραφής με τους ανθρώπους, για να πιστέψουν, αλλά τοποθέτησε ένα μεσολαβητή εγγυητή με την πίστη του: όχι ένα πρίγκιπα, έναν άγγελο ή αρχάγγελο, αλλά το μονογενή Υιό του. Έτσι όφειλε να υποδείξει και να δώσει μέσω του Υιού του, του ίδιου το δρόμο μέσω του οποίου θα μας οδηγούσε στο προορισμό που μας έταξε. Αλλά για το Θεό είναι πολύ λίγο, ο Υιός του να μας δείξει το δρόμο: Κατέστησε τον ίδιο, δρόμο (Ιω. 14,6) δια του οποίου, κάτω από την καθοδήγησή του θα ακολουθούσαμε το δρόμο… Το ότι είμαστε τόσο μακριά! Εκείνος τόσο υψηλά κι εμείς τόσο χαμηλά! Είμαστε άρρωστοι, χωρίς ελπίδα θεραπείας… ένας γιατρός στάλθηκε, αλλά ο άρρωστος δεν τον αναγνώρισε, «γιατί αν τον είχαν αναγνωρίσει, σςν θα είχαν ποτέ σταυρώσει τον Κύριο της δόξας» (1Κορ. 2,8). Αλλά ο θάνατος του γιατρού, υπήρξε το φάρμακο για τον άρρωστο, ο γιατρός ήλθε να τον επισκεφθεί, και πέθανε για να τον θεραπεύσει. Έδωσε να καταλάβουν σ’ εκείνους που πίστεψαν σ’ αυτόν ότι ήταν Θεός και άνθρωπος: ο Θεός που μας έπλασε, άνθρωπος που μας έπλασε. Ένα πράγμα ήταν ορατό σ’ αυτόν, και ένα άλλο κρυμμένο, και εκείνο που ήταν κρυμμένο υπερέβαινε κατά πολύ πάνω στο ορατό… Ο άρρωστος θεραπεύτηκε από το ορατό σημείο, για να γίνει ικανός να δει αργότερα ολοκληρωτικά. Αυτή η ύστατη ενόραση, ο Θεός την έκρυβε, αλλά δεν την αρνιόταν.
↧