Σε μια στιγμή ο Αζαρίας στάθηκε και προσευχήθηκε εκεί μες στη φωτιά μ’ αυτά τα λόγια:
Χάρη στο όνομά σου μη μας αποξεχάσεις και μη διαλύσεις τη διαθήκη σου μαζί μας·
μην πάρεις το έλεός σου από μας, για χάρη του Αβραάμ, του αγαπημένου σου, του Ισαάκ του δούλου σου και του Ισραήλ, του εκλεκτού σου.
Εσύ τους υποσχέθηκες ότι θα πολλαπλασιάσεις τους απογόνους τους σαν τ’ αστέρια του ουρανού και σαν την άμμο στην ακρογιαλιά.
Τώρα όμως, Κύριε, έχουμε γίνει λιγότεροι απ’ όλα τα άλλα έθνη κι έχουμε ταπεινωθεί σήμερα στα μάτια όλου του κόσμου εξαιτίας των αμαρτιών μας.
Σήμερα δεν έχουμε άρχοντα, προφήτη ή αρχηγό· δεν γίνονται πια ολοκαυτώματα ούτε θυσίες ούτε προσφορές ή θυμιάματα· δεν υπάρχει τόπος ιερός να σου προσφέρουμε θυσία και να μας δώσεις τη συγγνώμη σου.
»Δέξου, όμως, τη συντριμμένη μας ψυχή και το ταπεινό μας πνεύμα, όπως θα δεχόσουν τα ολοκαυτώματα των κριαριών και των ταύρων ή τις μυριάδες τα παχιά αρνιά.
Αυτό είναι το μόνο που μπορούμε να σου προσφέρουμε σήμερα και μακάρι να συμφιλιωθούμε μαζί σου. Πράγματι, δε θα ντροπιαστούν εκείνοι που στηρίζουν την πεποίθησή τους σ’ εσένα.
Τώρα εμείς σε ακολουθούμε μ’ όλη μας την καρδιά, σε σεβόμαστε και σε αποζητάμε. Μη μας ντροπιάσεις.
Μεταχειρίσου μας σύμφωνα με τη φιλανθρωπία σου και τη μεγάλη σου ευσπλαχνία.
Ελευθέρωσέ μας, όπως παλιά, με τις θαυμαστές σου ενέργειες και δόξασε το όνομά σου, Κύριε.
↧