Στην αρχή, ο άνθρωπος είχε πλαστεί από για γη αγνή και καθαρή (Γεν. 2,7), αλλά η φύση του στερήθηκε από την αρχική ακεραιότητα όταν είχε απογυμνωθεί από τη χάρη με την πτώση της ανυπακοής και διώχτηκε από τη χώρα της ζωής. Αντί για ένα παράδεισο απολαύσεων, δεν του απέμεινε παρά μια ζωή της φθοράς για να την μεταδώσει σ’ εμάς ως θησαυρό κληρονομιάς, μια ζωή την οποία ακολουθούσε ο θάνατος με τις συνέπειές του, τη φθορά της φυλής του. Όλοι είχαμε προτιμήσει τον κόσμο της γης αντί εκείνο των ουρανών. Δεν απέμεινε καμιά ελπίδα σωτηρίας, η κατάστασης της φύσης μας καλούσε τον ουρανό σε βοήθεια. Κανένας νόμος που να μπορεί να θεραπεύσει την αρρώστια μας. (…) Τέλος χάρη στην ευαρέσκειά του, ο Δημιουργός του σύμπαντος αποφάσισε να παρουσιάσει ένα κόσμο νέο, έναν άλλο κόσμο – αρμονίας και νεότητας – από τον οποίο θα είχε απομακρύνει τη μεταδοτική επιδημία της αμαρτίας και του θανάτου, σύντροφό του. Μια ζωή εντελώς νέα, ελεύθερη και απελευθερωμένη, την οποία θα μας πρόσφερε, σ’ εμάς που θα βρίσκαμε στο βάπτισμα μια νέα γέννηση και ολότελα θεϊκή. (…) Αυτό το σχέδιο πως θα το φέρει εις πέρας; Άρμοζε μια αγνή παρθένα, αμόλυντη και χωρίς παράπτωμα να τεθεί στην υπηρεσία του μυστηριώδους σχεδίου, και να μείνει έγγειος της αιώνιας ύπαρξης σύμφωνα με ένα κόσμο τον οποίο διαπερνούν οι φυσικοί νόμοι; (…) Έτσι λοιπόν, όμοια με τον παράδεισο απ’ όπου άντλησε από αγνή και άμωμη παρθένο λίγη γη για να διαπλάσει τον πρώτο Αδάμ, με τον ίδιο τρόπο, τη στιγμή που επρόκειτο να προβεί στην δική του ενσάρκωση, χρησιμοποίησε μια άλλη γη, ούτως ειπείν, δηλαδή αυτή την Παρθένο αγνή και αμόλυντη, την οποία διάλεξε μέσα από τα δημιουργήματά του. Είναι μέσω αυτής που μας κατέστησε και πάλι καινούργιους μέσα από τη δική μας ουσία από την οποία προέρχεται ο Νέος Αδάμ, Εκείνος ο Δημιουργός του Αδάμ, ώστε να σώσει τον παλαιό με το Νέο και αιώνιο.
↧