Η Σοφία θα πλέξει η ίδια το εγκώμιό της και μες στη μέση του λαού της θα καυχηθεί.
Στη σύναξη του Υψίστου θα μιλήσει και μπροστά στη στρατιά του θα παινευτεί:
Εγώ βγήκα απ' το στόμα του Υψίστου και σαν ομίχλη σκέπασα τη γη.
Εγώ κατοίκησα ψηλά στον ουρανό κι ο θρόνος μου ήταν μες στη στήλη της νεφέλης.
Και ρίζωσα σε τιμημένο ένα λαό, που ήταν μερίδιο και κληρονομία του Κυρίου.
Σαν κέδρος ψήλωσα στο Λίβανο, σαν κυπαρίσσι στα βουνά του Αερμών.
Σαν φοίνικας στο Αιγγαδί μεγάλωσα, και σαν τις τριανταφυλλιές στην Ιεριχώ· σαν όμορφη ελιά στην πεδιάδα και σαν πλατάνι ψήλωσα.
Σαν την κανέλα και σαν τον ασπάλαθρο σκόρπισα οσμή ευωδιαστή, και καθώς σμύρνα διαλεχτή έχυσα το άρωμά μου, καθώς ο γάλβανος, ο όνυχας κι ο στύρακας κι όπως η μυρουδιά του λιβανιού μες στη σκηνή του Μαρτυρίου.
Εγώ σαν σχίνος τα κλαδιά μου τ' άπλωσα, κλαδιά όλο δόξα και κλαδιά χαριτωμένα.
↧